Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

ΑΥΤΑ ΤΑ ΝΕΦΗ ΜΕ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΒΡΟΧΗ ΕΤΟΙΜΑ ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΝ

 

Ο μικρός οδηγός έχει γράψει στο βράχο με ασβέστη

«Φεγγάρι θάλασσα ξηρά».

Τα νερά μες τη σιωπή θαλάσσια –

έτυχε να περάσω μ’ ένα τριαντάφυλλο στα δάχτυλά μου…

Πάντα θ’ ακούω αυτή τη μουσική, εψιθύρισα,

πάντα στο τέλος ο θρίαμβος της ψυχής μου.

Δεν έχω σώμα είμαι η γυμνότητα    φεγγάρι μου

πόσες ακόμη μέρες επίγειες    χρόνια με λίγο-λίγο θάνατο.

Έχω ταπεινωμένο σώμα    φεγγάρι μου

με καίνε τα χρώματα οι ίδιες μου οι φωνές.

Μονάχα το μήνυμα του βράχου   ο χαμένος οδηγός

αυτά τα νέφη με παλαιολιθική βροχή…

Τα νέφη έτοιμα να σπάσουν.

Νύχτα του Νοεμβρίου με κυκλώνει    αγκαθερή, χρώμα της στάχτης.

Την αισθάνομαι κατεβαίνοντας    στο βραδινό λιμένα

τα φώτα λιώνουν το χρυσάφι στα νερά.

Είμαι μονάχος μοιάζοντας    με τη μυστική σου επιφάνεια θάλασσα.

Ποιος με θέλει για βοήθεια   

στη γήινη ερημιά    βρίσκομαι κοντά του.

Ποιος είσαι; Τραγουδώ το μυστήριο

είμαι ο έγκλειστος με τη φωτιά εκτελώ    αρχαία προφητεία

βρέχει    συντρίβεται ο θηριώδης ουρανός.

 [ΜΕΝΟΥΣΑ ΠΟΛΙΣ, από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961, με ποιήματα που γράφτηκαν και τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν μέσα στην επταετία Φθινόπωρο 1953 έως το Φθινόπωρο του 1960]

Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 είναι η πρώτη ενότητα στη συγκεντρωτική έκδοση Νίκος Καρούζος ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’ τόμος 1961-1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία.

Απ’ αυτή την έκδοση ανθολογούνται τα παρακάτω (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):

1.   ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΑΝΑΠΛΙ, Φίλε ρωτά αν έχεις άλλοτε δει τ’ Ανάπλι

2.   ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΟΡΑΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ, Στο πράσινο της καρδιάς έρχεται η ζωή

3.   Η ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΜΟΥ, Νοστάλγησα το μεγάλο νερό

4.   ΘΡΥΜΜΑΤΑ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ, Στοχάζομαι τη μεγάλη ωραιότητα

5.   ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΛΥ, Τα στήθη της νέγρας όπως η παράκληση…

6.   ΒΡΑΔΙΝΗ ΑΘΗΝΑ, με τον ουράνιο Μπαχ…

7.   ΜΕΓΕΘΗ ΓΑΛΑΝΑ ΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ Μια πέτρα κλείνει όλους τους συλλογισμούς και

8.   ΤΟ ΕΑΡ ΜΕ ΘΥΕΙ ΚΙ ΕΦΕΤΟΣ, Μέσα στην Άνοιξη ο Λυκαβηττος…

 

 


ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΑΝΑΠΛΙ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Φίλε ρωτώ αν έχεις άλλοτε δει τ’ Ανάπλι.

Όλη νύχτα μπορείς ν’ ανεβαίνεις

τις σκάλες των ενετών

με αναπλιώτισσες απέλπιδες εκεί ψηλά

στα ζωγραφικά μπαλκόνια των ψαράδων

να βλέπεις του φεγγαριού

το μονοπάτι της αγάπης από σμάλτο

στην ακούσια θάλασσα νυχτερινή.

Αλλά πρέπει να μείνεις εδώ κάτω ξένος

μακρινός

ξένος και λέω να δυναμώσεις το ραδιόφωνο που κρατάς

κι αν όχι

να φύγουμε

πάλι στην εμπορική φωταψία των δρόμων.

Υπάρχει κι άλλο φεγγάρι

μπηγμένο σε μια στέγη και τη λιώνει.

Μείνε ξένος –

αν πιέσω το κουμπί της μνήμης μου

ο τρόμος θα με ανατινάξει.

 

Εδώ είναι η αποθήκη του ξένου στόλου

οι ενετοί μας κοιτάζουν απ’ τον αναπλιώτικο ουρανό

με θυμούνται φυλακισμένο στην αποθήκη

σήμερα μουσείο

τα χρόνια για την ελευθερία πρόχειρη φυλακή

με θυμούνται.

Άνθος του κινδύνου αριστερά στο στήθος

κι ο θάνατος

μοίρα των παλικαριών φίλων μου που χάθηκαν.

Γιάννη Άγγελε Μιχάλη ψηλά πολύ ψηλά…

«Ακούσατε αγαπημένα σας

τραγούδια» λέει το ραδιόφωνο στο χέρι του ξένου

και σεις

Γιάννη Άγγελε Μιχάλη τόσο ψηλά πολύ ψηλά.

 

ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΟΡΑΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ

ΟΠΤΙΚΗ ΕΛΕΥΣΗ

Στο πράσινο της καρδιάς

έρχεται η ζωή

με κόκκινο βαθύ

και συνορεύει.

Απάνω απ’ την καρδιά ακόμα μαύρο.

Το ίδιο μαύρο

από  κίτρινους χαλινούς αφηνιασμένο

συγκρατεί και τη ζωή.

 

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Τα σπουργίτια μπουλουκιάζουν. Χειμώνας.

Φωτεινό το δείλι έχει πάρει

όλες τις αποχρώσεις της ταπεινώσεως.

Ιμάτια λιλά στον ουρανό.

Τα πετεινά όπως διάβηκαν από πάνω μας

-κινούμενα σημεία της ψυχής –

προκάλεσαν σε μένα τουλάχιστον

απερίγραπτο αίσθημα συναδελφώσεως με την πλάση.

Μείνετε άδολες ώρες κοντά μου

μείνε εσύ ζωή απαλή σαν τραγούδι

μελαγχολικών παρθένων.

Περιμένω καθώς ο καρπός στο δένδρο.

 

ΤΑ ΠΕΥΚΑ

Έπεφτε πράσινη βροχή στα ευωδιασμένα πεύκα

χώρος βρεγμένος – ένιωθα

να μ’ εξαγνίζει το αθώον ουράνιο νερό

γυρνούσα στη γυάλινη μοναξιά των βράχων.

Εδώ τα θαλάσσια μύρα μου

όταν το κύμα σιωπηλό

εκπέμπει λευκά σήματα…

Να μη μας λείψεις άδολη βροχή

να δέχεται την ομορφιά ο κάθε πικραμένος.

Ω γλαφυρό φθινόπωρο, αγαπημένο χρώμα.

 

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΩΝ ΑΓΝΟΗΜΑΤΩΝ

Μια συμφορά τυλίγεται στο δένδρο.

Όλοι οι αδικούμενοι δένδρα είναι

αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν’ αδικούνται.

Η συμφορά με γήινο χρώμα

τυλίγεται και ξετυλίγεται στο δένδρο.

Ω δύναμη της ζωής

λιώσε της συμφοράς το κεφάλι.

 

Ο ΚΗΠΟΣ

Όλα εμπαίζουν την αιωνιότητα.

Και συ Κλεισμένε στο αίνιγμά σου

Κύριες ωχρέ του κήπου

εσταυρωμένη έκσταση

λάμπος του θανάτου

στο στέρνο μου ακροβατείς

 

ΑΣΜΑ ΜΙΚΡΟ

Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος

Είχε συνάξει λίγα φύλλα

ένα κλαδί γεμάτο φως

είχε πονέσει.

Και τώρα χάθηκε…

Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος

αγγίζει νέους ουρανούς

η προσευχή του μάχη.

Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.

 

ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ

Η πλημμυρίδα των πουλιών τη χαραυγή

κι η σιωπή εντός σου.

κατόπιν η βροχή που μάχεται τα πρόσωπα

ύστερα πάλι σιωπή

πριν απ’ τον ήλιο χρυσαφένιο.

 [από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

 

Η ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΜΟΥ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Νοστάλγησα το μεγάλο νερό.

Αυτός κράτησε πάνω   τις ώρες του στα μνήματα

κι η θέλησή του μοιάζει θεόκλειστο ποτήρι

με τον ωκεανό μικρόν αιχμάλωτο για να βαθαίνει   τα φυτικά μυστήρια εξετάζοντας

δεν έχει τώρα τη γλυκιά ζωή, μονάχα τ’ άστρα.

Στοχάστηκε το αμπέλι και την τριανταφυλλιά   να πνέει έρωτα σ’ αυτό

να κράζει τους χυμούς του καθώς μέσα    στον ήλιο σφύζει του αγρού βυθισμένου απ’ ανταύγειες.

Άλλοτε πάλι τον ήβρα ρημαγμένο   κοντά του η ακροποταμιά

και στα κρημνά της όχθης άγγιζε τη γλαφυρή μυοσωτίδα

κρύβοντας αγγέλους γαλάζιο λουλουδάκι ενάντιο στη λήθη.

Φλέβες να μη χτυπήσετε πια μες στους καρπούς

η μουσική των ασθενών ανοίγει έναν τάφο…

Τι θλίψη! – έλεγε όρθιος μέχρι τη συνείδηση  

μα δεν μπορώ το δυνατό σου έργο   και την άτολμη λαλιά να παραδώσω.

Στην πόλη γυρίζοντας βλέπει τον κόσμο ανάλλαχτο

δεν πάει απ’ το παιδί πιο πέρα όταν ελπίζει   κι απελπίζεται.

Αναπλιώτικο φεγγάρι πήρες τους καημούς   ωραία νύχτα της εξουσίας

κι οι δικοί μου βράχοι μες στη σκοτεινιά   η μάνα μου και το φεγγάρι της πατρίδας.

Τι βαθιά δύναμη έχουν οι λέξεις   ανάβουν τα κεριά

ο ήλιος ώρα εβασίλεψεν έγινε μαύρο το τραγούδι –

ψηλά μεταμορφώνεσαι πατέρα.

Θυμάται τώρα και την άλλη του στιγμή –

σύρε τα μάτια προς αυτό το μέρος, είπε,

κι όπως κοίταξα με κράτησε απ’ το χέρι   για να μην χαθώ στην άγρια ευφροσύνη.

Και μου είπε Ιδού η στιγμή που έγινε μήλο της έριδος.

Ο διάβολος είναι το σώμα κι είναι το ίδιο πάλι   του θεού πρωία.

Κι αν ταξιδεύοντας εδώ στην ομορφιά   ό,τι βαθύ δεν σώζεται ως τ’ άστρα

μελανή το λογίζω φανέρωση   κι απ’ τον πεσμένο άγγελο πάντα κατεστραμμένο το ταξίδι.

Κι όταν αγγίζεις την άυλη φωνή   με βήματα της ψυχής επί των υδάτων

εκείνο το άγνωστο νερό που πατείς

θαλάσσιο ή το ταπεινό ρυάκι στα πέλματα παίρνοντάς το

θ’ αποκατασταθεί μαζί σου ψηλά κι αξεχώριστα.

Και η κάθε πέτρα   που το βάρος του κορμιού σου θα δεχθεί

το σπίτι κι η τροφή το ασήμαντο   σύρσιμο απ’ τα δάχτυλά σου στο τρίχωμα κάποιου ζώου.

Όμως δεν έχει του κακού η πέτρα λύτρωση…

Έτσι φώναξα στην καρδιά μου και θρήνησα   πολύ κοντά στο μεγάλο νερό.

 

Του ήλιου ο δίσκος είναι πάντα ονειρώδης   ως το βασίλεμα

έχω στα στήθη την ανάσα και τον καιρό της ομορφιάς

αλλ’ οι τοίχοι ολοένα μεγαλώνουν   απρόσωποι σκληροί τοίχοι ανέκφραστοι και βοεροί.

Βυθισμένες οι ρίζες στον ουρανό και στον έρωτα

διακλαδώνονται κάτω απ’ την επιθυμία σμίγουν   με το χώμα του σωματικού χρόνου

για να βλαστήσει ο θεός απ’ την μετάνοια   και τη λύπη αγγιγμένος.

Αγάπη πράσινο κιγκλίδωμα   και το χέρι που δεν ωφελεί –

τον έρωτα μάχονται και τον φράζουν   οπού ανθεί και θέλει το στερέωμα.

Περνά σαν άγγελος η Άνοιξη στην πρωτεύουσα

τις αττικές νύχτες των μύρων   με τις φτερούγες ταξιδεύει και τα βάσανα   δεν αφήνουν ως εκεί να υψωθούμε.

Νοστάλγησα το μεγάλο νερό Υιέ μου.

Άλλο βαθύ πού θα ’βρεις, είπε ο άνθρωπος των μνημάτων,

εδώ τελειώνεις και τον άλλον ουρανό.

Τότε φάνηκε ο νεκρός απ’ το χώρο της ομίχλης   που ήτανε κόκκινη σαν πυρκαγιά

έλιωνε το κερί   κι ενώ δεν πρόλαβα να δω το σημείο που έκανε

αφανίστηκε όλος ο νεκρός…

Είναι ακόμη το εγώ βαθύ και φέρνει απελπισία

μονάχα δεν το λέω ακατανίκητο   στα δειλινά ή μέσα στην αυγή δείχνεις το θάνατο.

Αφυπνίσου πάλι κοιτάζοντας

ο ελεήμων μεριμνά κι αγάπησε πολύ τον Ιωάννη.

Έρχομαι αντέχων   υπηρέτης απ’ τα δένδρα ω μητέρα

στο θαύμα της ωραιότητας

όλη την κόλαση που είν’ εδώ στη γη

της ξενιτιάς η ψυχή μου.

Τον έρημο επιστρέφοντας   απειλήθηκα με το ίδιο το σπαθί μου.

Βλέπω μια δόξα στα χορτάρια   διάνυσε την ψυχή

και τη μοίρα να σφραγίσεις όπως είναι με τη συννεφιά

και τα ουράνια στο μαύρο ραγισμένα.

Νοστάλγησα το μεγάλο νερό.

Αλλ’ ο θεός προστάζει τις χρωματιστές δυνάμεις

και πλημμυρά την όραση   τους χιτώνες των ματιών μου

 

ΘΡΥΜΜΑΤΑ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

Στοχάζομαι τη μεγάλη ωραιότητα όπου ταξιδεύω

σαν το πάτημα της φωτιάς

σκιά είναι το αίτιο της σκιάς·

ω άνθος που σε κλειδώνει

και πάλι σε ελευθερώνει

ο βιαστής αέρας.

 

Τα βάσανα κληρώθηκαν στην ψυχή μου

και χαώδης εγώ φάνηκα στους υλικούς ανέμους.

Όμως η ψυχή

γυρίζει πάλι στον Πατέρα

με τον έρωτα των πραγμάτων τολμηθέντων

κρατώντας ολόκληρη

συντρίμματα την έριδα.

 

Μεσ’ απ’ τις γλώσσες του πυρός

τρέχει η παντοδύναμη σκιά

των φοβουμένων έλεος με τ’ άνθη της σινδόνης.

 

Μοναστηρίσιο τρέχει το νερό στο ρείθρο

πέρ’ απ’ τα βηματίζοντα μεσάνυχτα της έρημης Αθήνας

όταν ο δρόμος ταπεινός μονάζει.

Στα πελάγη του σώματος ένας ήλιος λάμπει.

 [από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΛΥ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Τα στήθη της νέγρας όπως η παράκληση

το ηλιακό σώμα ταλανίζουν.

Προσεύχονται οι κοκκινωπές

ανοιγμένες οι μαλακές παλάμες της

όμως αυτός ο διαμελισμός θα διαρκέσει.

Μέσα στα σίδερα μας είναι ο έρωτας.

Κι όταν φεύγει απ’ το ανάλαφρο κήπο η λευκή

άλαλα είναι τα στήθη της

βαπτισμένα σε πνοές μικρών ονείρων –

ω εύθραυστη βροχή –

και μια θέληση διαποτίζει τα μέλη της

ενώ η τολμηρή σελήνη χύνει τον άργυρο

 

ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΞΥΛΟ

Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.

Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια

σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία

καθώς διασχίζει τη γη.

Κι ο Χριστός είναι φιλικά εσταυρωμένος.

 

ΜΕΣΟΝΥΧΤΙ

Μικρή γυναίκα βλέποντας τη συμφορά

έχουν μεθύσει τα μέλη σου από έρωτα

που θύεται αγνότερος αντίκρυ στ’ άστρα.

Κι εγώ θα μείνω μια βρόμικη προσευχή

με κρύσταλλα χρωματιστά

ψηλά χαμένος.

 

ΛΙΓΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ

Το άκουσα να σκίζει αθέατο

με την επιμονή του θεού διδαγμένη στο ακέραιο

τα βράδια της Αθήνας χρωματισμένα ως τον αέρα

στην εσχάρα που κρύβει την αληθινή όψη των μαγαζιών

άκουσα το τριζόνι να διδάσκει τη μοναξιά μας

μεσ’ στην οδό Σταδίου συντριμμένο

απ’ τους ήχους της ύλης αλλ’ ανίκητο.

Δεν έχει μέλλον

η σταδιοδρομία μονάχα της φωνής του

δεν έχει μέριμνα το αγαθό τριζόνι.

Όμως

εργάζεται στη μεγάλη πολιτεία

τραγουδώντας λυπηρά

και ο μισθός θα του δοθεί στα ουράνια.

 

ΕΓΩ ΥΠΑΡΧΩ

Κάτω απ’ την κυανή αιχμαλωσία τ’ ουρανού

είμαι ο ταμίας της τύχης μου.

Φίλος του νερού άνωθεν

κι ο ουρανός

συνάλλαγμα της ταπεινώσεως.

 

 

ΒΡΑΔΙΝΗ ΑΘΗΝΑ

Με τον ουράνιο Μπαχ

ερωτεύομαι νύχτες της πικρής Αττικής

ακούω γαλήνια κονσέρτα

που αναστρέφουν τον πόνο

σε χαλασμένα ραδιόφωνα χωρίς κουμπιά

σκονισμένα   συντριμμένα

των λυπημένων –

(βράδια μυρωμένα

η Αττική ανέβαινε ψηλά

κι ανέβαιναν τα βάσανα κι οι έγνοιες…)

Είχα μιαν αγάπη

χάθηκε

την έφραξαν πάθη καιρικά

μα όμως κάποτε

λέω θ’ ανταμώσουμε ψηλά

μεσ’ στη γαλάζια σκόνη του αιθέρα.

Έχει άνθος στα μαλλιά

είναι τα μάτια της εφιαλτικά και σύρουν.

Αλλ’ εγώ με τη δύναμη του αθώου

στους κινδύνους ανεβαίνω.

Είχα μιαν αγάπη

τώρα ταξιδεύει μακριά

κι η σελήνη γέμισε κίτρινα πουλιά.

Έχει άνθος

και φέρνει όνειρα στον ερειπωμένο μου ύπνο.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

ΜΕΓΕΘΗ ΓΑΛΑΝΑ ΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Μια πέτρα κλείνει όλους τους συλλογισμούς

Και η γλυκιά γυναίκα τρέχοντας

ανεξιχνίαστη πέρα απ’ το θάνατο

με τα οστά του θηλαστικού ανοιγμένα

πάνω στην καρδιά μου

να κυλήσει όλο τον τρόμο.

 

Γυμνή εσύ τρέχεις μεσ’ στο δωμάτιο

και τρέχουν οι αμνοί

σα λεύκες που λυγίζουν

πάλι και πάλι με τον αέρα.

 

Τα χρώματα μοιράζουν τις γυναίκες

όταν καίει το γενετήσιο λιβάνι στους δρόμους

Μεγάλη Πέμπτη ο ήλιος το πρωί –

ποια είναι η αναμμένη με άστρα ηδονικά.

Σε ποιο μαύρο σκοτάδι σε πλούτον απειλής

είναι η ξανθή βυθισμένη

κι ο Γιάννης ολοένα περιπατητής

μεσ’ στους θανάτους – όμως

αδύνατο στο θάνατο να περπατήσεις.

 

Αστραφτεροί κισσοί της Πλάκας

ερωτεύονται τη νύχτα στ’ άγια βήματα

φυτά που λησμονήθηκαν

στους μικρούς ναούς

ανάμικτους με τ’ ανοιχτά παράθυρα των κοριτσιών.

 

Κανένα κυπαρίσσι στο ύψος της αγάπης

ούτε βουνό κανένα

νέφος ακόμα δεν την άγγιξε

ο αετός ποτέ δεν την είδε στον αιθέρα

οι εκκλησίες των ελλήνων ερωτικές

οι αλαζονικές των τευτόνων που σφάζονται με τις αιχμές.

Κι ο ηγεμόνας χαμηλότερος,

Ώστε ταπεινός ανέβηκε προς τ’ αστέρια

του θεού τ’ αναστήματα.

Το ύψος είναι της αγάπης.

 

Οι γυναίκες αντικρίζοντας την Παναγιά ζουν μ’ ελπίδες

όπως αγαπά έν’ άνθος

το γνώριμο χέρι του ασημένιου κηπουρού

αόρατο.

 

Έχω μια λεμονιά στο πρόσωπο ριζωμένη

δένδρα και νερά η οπτασία μου.

 

Σαν την ψυχή μου η θάλασσα λευκαίνει τ’ ακρογιάλι

και παρά μέσα οινόπνευμα το χρώμα της

ανάφλεξη προσμένοντας απ’ το κορμί της γυναίκας

όταν χυθεί στους τρυφερούς κυματισμούς

ενώ το βλέμμα χάνεται μεσ’ στο βαθύ λουλάκι απελπισμένο.

 

Μη ζητήσεις άλλη δύναμη απ’ το χόρτο.

Έρχεται μέρα που θα εξαπολύσει ο άγγελος τον τροχό

με το γαλάζιο σκελετό να θραύεται

στις ξύλινες αχτίδες του.

 

Έφερα τα μυστικά της Ποιήσεως ω μητέρα

μεσ’ απ’ την έξοδο των αιμάτων σου.

 

Στου χρυσού τ’ αδράχτι πλέκεται η σελήνη

καθώς ο φωσφορικοί σωλήνες των διαττόντων

διοχετεύουν την πεσμένη δύναμη στο θεό πάλι.

 

Μορφή δυσανάβατη του χειμώνα

σε κλείνω στο αθώο μέσα φτερουγίζοντας.

Ας αρνηθεί ο έρωτας το λυπημένο σώμα

όταν η σινδόνη λευκή σαν περιστέρι

τυλίγει το σώμα με την εξουσία.

 

Ίδιος είναι πάντα ο ασκητής του ωρίμου

καρπού της μοναξιάς έχοντας

νυχθημερόν α κέρδη της υπάρξεως.

Ο ταπεινός ευφραίνεται και λάμπει

γαληνεμένος όπως η άμμος

και τα φίδια των λάμψεων δεν μπορούν την αγάπη του.

 

Παράλυτο άνθος του πυροτεχνήματος

δεν αντέχω τη  νύχτα όπως πέφτεις στο μη ον.

Είμαι αδύνατος δαμάζοντας τον αετό

πάνω στα κρανιόμορφα βουνά.

Η μοίρα είναι δύναμη.

 

Ασύμμετρες οι φλόγες

και το πεπρωμένο σαν πωρόλιθος

μοιάζοντας τ’ ουρανού των άστρων που είναι σπαρμένος

ασύμμετρα τις ασημένιες λάμψεις.

Όμως

οι φλόγες πλημμύρισαν το αίμα του θλιμμένου

τα υλικά της ευσέβειας έχουν πυκνώσει την ψυχή

και περιμένω

τα χρωματιστά πουλιά της αιωνιότητας

να καθίσουν στο δένδρο

ασάλευτα ριζωμένο στην ομορφιά

και τρομαγμένο.

 

«ΚΛΑΙΝΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΓΙ’ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ ΓΙΑ ΝΕΡΟ» Τι βαθύ ποτάμι κι ο ήλιος απ’ αιώνες εκεί

καρφωμένος βασανίζεται στον τροχό.

Αυτοθυσία είναι η Άνοιξη κι ο χρόνος

μεσ’ στο ναό η σταύρωση και τ’ αθώα πετεινά…

Μέσα στην Άνοιξη ο Λυκαβηττός     άσπρα φώτα του Αι Γιώργη   εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός -  και το μικρό κόκκινο φως απάνω απ’ τα δένδρα   εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός   ερωτευμένος θα φορώ η Άνοιξη φωνάζει   σα να σχίστηκε   ο ουρανός απ’ τα γαλάζια χέρια των πηγών   και δείχνει ένα λίγο του Παράδεισου.   Μαρία δύσβατη των αγγέλων καμπύλη και καρποί κρημνιζόμενοι   σε αναπνέω γυμνή με το πουκάμισο και τη μαύρη γραβάτα μου ασθμαίνεις   όταν ο αε΄ρας αιφνίδια μεταστάς   αφήνει τα ζεστά σου πόδια σε διάρκεια για μένα.   Κορίτσι του καημού της Αττικής   ουράνια βραδινά πάνω στα χείλη   ανάμεσά μας η ευθεία του θανάτου τα πεύκα και τ’ αθάνατα σπιθίζουν  -  φαρδιά φύλλα.   Έαρ η εποχή των εξουσιών   τη μοίρα διανύει κι εφέτος   αυτή την αρωματική δροσιά που συγχωνεύει λουλούδια με τ’ αστέρια ως μέσα στις χαρούμενες νύχτες.   Είναι φλόγα και με θυσιάζει   λάμψη Χριστού   και τα ορμητικά μάτια των κορασίδων   όπως ανοίγουν μοναχές τα στήθη.   Στους σπινθήρες των άστρων ολόσωμος εγώ   η ψυχή μου πατούσε το χώμα κι άρχισα ένα τραγούδι που με βύθιζε μητέρα στην καρδιά σου… [ΤΟ ΕΑΡ ΜΕ ΘΥΕΙ ΚΙ ΕΦΕΤΟΣ απ’ τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

Παρασκευή, 1 Ιανουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ